
Για να τεθεί η διάγνωση του πάσχοντος από διαταραχή μετά από τραυματικό στρες θα πρέπει ο ασθενής να βιώσει ένα συναισθηματικό στρες πάρα πολύ έντονο (ατύχημα, μάχη, φυσική καταστροφή κ.ά).
Οι εμπειρίες μετατραυματικού στρες έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν γίνεται λόγος για το σύνδρομο «σοκ των οβίδων». Επίσης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι επιζήσαντες εμφάνισαν παρόμοια συμπτώματα, τα οποία ονομάζονταν «νεύρωση της μάχης».
Η διαταραχή υφίσταται επειδή το άτομο αναβιώνει την εμπειρία μέσα από όνειρα ή σκέψεις, προσπαθεί να αποφύγει τα ερεθίσματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εμπειρία, έτσι ώστε να περιοριστεί η αντίδραση ως προς αυτά και τέλος παρατηρείται στους πάσχοντες αυξημένη διεγερσιμότητα.
Παράλληλα είναι αισθητή η παρουσία καταθλιπτικών συμπτωμάτων άγχους και γνωσιακών δυσκολιών, οι οποίες υφίστανται λόγω της επίμονης προσπάθειάς τους να αποφύγουν επανάληψη του στρεσσογόνου ερεθίσματος. Επιπλέον βιώνουν έντονο πένθος για την απώλεια της εσωτερικής τάξης εξαιτίας του τραυματικού γεγονότος. Έρευνες σχετικές με την εν λόγω διαταραχή έχουν αποδείξει ότι τα συμπτώματα θα πρέπει να είναι παρόντα τουλάχιστον για έναν μήνα.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες δεν εμφανίζεται μόνο σε όσους έχουν βιώσει μία εμπειρία άμεσα αλλά και έμμεσα δηλαδή έχει συμβεί σε κάποιον απ’ τους οικείους τους και μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία ακόμα και σε παιδιά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη διαταραχή είναι περισσότερο εμφανής σε άτομα μοναχικά, απομονωμένα, τα οποία γενικότερα αντιμετωπίζουν οικονομικές ή κοινωνικές δυσκολίες.
Αιτιολογία
Οποιοδήποτε αίτιο προκαλεί τη διαταραχή δεν είναι απαραίτητα καθοριστικό στον ίδιο βαθμό σ’ όλα τα άτομα διότι υπάρχει διαφορετική προδιάθεση σε κάθε άτομο και ατομικοί προϋπάρχοντες βιολογικοί παράγοντες καθώς και ψυχοκοινωνικοί.
Τα προκλινικά μοντέλα που έγιναν σε πειραματόζωα όπως του μαθημένου αβοήθητου, του προσανάμματος και της ευαισθητοποίησης έχουν οδηγήσει σε θεωρίες σχετικές με τη νορεπινεφρίνη, την ντοπαμίνη, τα ενδογενή οπιοειδή, τους υποδοχείς των βενζοδιαζεπικών και τον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων.
Εκτός όμως από τους βιολογικούς παράγοντες μεγάλη σημασία έχουν και οι ψυχοκοινωνικοί.
Για παράδειγμα τα άτομα που έχουν βιώσει μία τραυματική εμπειρία όντας σε ομάδα είναι ευκολότερο να αντιμετωπίσουν το τραυματικό γεγονός ή την καταστροφική εμπειρία γιατί τη μοιράστηκαν. Ενίοτε όμως παρατηρείται δυσκολία αντιμετώπισης της τραυματικής εμπειρίας λόγω των ενοχών που αναπτύχθηκαν στο άτομο επειδή επέζησε.
Η βαρύτητα λοιπόν, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες δε δίνεται τόσο στην ένταση της εμπειρίας όσο στον υποκειμενικό τρόπο που το εκάστοτε άτομο αντιδρά και μ’ αυτόν τον τρόπο συνδέεται το αποτέλεσμα.
Αξίζει να αναφέρουμε κάποιους παράγοντες ευαλωτότητας που καθορίζουν το βαθμό της διαταραχής, οι οποίοι μπορεί να είναι: (1) τραύμα στην παιδική ηλικία (2) χαρακτηριστικά οριακής, παρανοειδούς, εξαρτητικής ή αντικοινωνικής διαταραχής της προσωπικότητας (3) ανεπαρκές υποστηρικτικό σύστημα (4) γενετική – ιδιοσυστασιακή ευπάθεια σε ψυχιατρική νόσο (5) πρόσφατες στρεσσογόνες αλλαγές ζωής, (6) αντίληψη ενός εξωτερικού τόπου ελέγχου μάλλον παρά ενός εσωτερικού και (7) πρόσφατη υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ατόμων που έχουν βιώσει σοβαρό ψυχολογικό τραύμα είναι η «αλεξιθυμία» δηλαδή η ανικανότητα εντόπισης ή λεκτικοποίησης συναισθηματικών καταστάσεων.
Το τραύμα μπορεί να συμβεί σε παιδική ηλικία γεγονός που αναστέλλει τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού ή μπορεί να συμβεί στην ενήλικη ζωή οπότε συχνά προκαλεί συναισθηματική παλινδρόμηση. Και στις δύο περιπτώσεις η δυσκολία είναι πολύ έντονη και δυσκολεύονται να ελέγξουν τον εαυτό τους όταν είναι κάτω από στρες.
Ψυχοδυναμικοί παράγοντες
Θεωρείται ότι τα άτομα που πάσχουν από τραυματικό στρες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν εκλογικευμένα το τραυματικό γεγονός και ως συνέπεια αυτού βιώνουν επαναλαμβανόμενα το στρες.
Το συμπεριφορικό μοντέλο παρουσιάζει δύο φάσεις ανάπτυξης της διαταραχής. Αρχικά το τραύμα συνδέεται με μία σωματική ή ψυχική αντίδραση που του θυμίζει το τραύμα και στην πορεία αναπτύσσει ένα μηχανισμό αποφυγής.
Το ψυχαναλυτικό μοντέλο λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο υποστηρίζοντας ότι το τραύμα ενεργοποιεί μια προηγούμενη σύγκρουση που βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή. Η επαναβίωση ενός παιδικού τραύματος οδηγεί τον πάσχοντα σε παλινδρόμιση και για να αμυνθεί χρησιμοποιεί την απώθηση, την άρνηση ή την αναίρεση του γεγονότος. Το Εγώ ξαναζεί προσπαθεί να ελέγξει ή να μειώσει το άγχος.
Επίσης υπάρχουν και οφέλη δευτερεύουσας σημασίας (π.χ. ιδιαίτερη προσοχή και συμπάθεια από τους γύρω μας ή ενδεχομένως κάποια οικονομική αποζημίωση) και αυτά τα οφέλη συμβάλλουν στην παράταση της νόσου.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Το κυριότερο κλινικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης διαταραχής είναι η επώδυνη επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος, η προσπάθεια αποφυγής, συναισθηματικό μούδιασμα και η αυξημένη διεγερσιμότητα.
Ο χρόνος εμφάνισης της νόσου δεν είναι προδιαγεγραμμένος. Υπάρχει η έντονη παρουσία της ενοχής, της απόρριψης και της ταπείνωσης και ο ασθενής μπορεί να βιώνει παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Ο ασθενής εμφανίζει διαταραχή προσοχής και μνήμης και παρατηρούνται συχνά συμπτώματα όπως επιθετικότητα, βία, κατάθλιψη που συνοδεύουν τη διαταραχή.
Ο χρόνος εμφάνισης της νόσου δεν είναι προδιαγεγραμμένος. Υπάρχει η έντονη παρουσία της ενοχής, της απόρριψης και της ταπείνωσης και ο ασθενής μπορεί να βιώνει παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Ο ασθενής εμφανίζει διαταραχή προσοχής και μνήμης και παρατηρούνται συχνά συμπτώματα όπως επιθετικότητα, βία, κατάθλιψη που συνοδεύουν τη διαταραχή.
Διαφορική διάγνωση
Για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί σωστά η διαταραχή μετά από τραυματικό στρες θα πρέπει πρωταρχικά να αποκλειστεί η πιθανότητα εγκεφαλικής βλάβης εξαιτίας του τραυματικού γεγονότος. Επίσης οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν και από άλλους παράγοντες, όπως τη χρήση διαφόρων ουσιών ή αλκοόλ, προϋπάρχουσα επιληψία κ.α., τα οποία μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την κλινική εικόνα του ασθενούς.
Πορεία και πρόγνωση
Η πορεία της συγκεκριμένης διαταραχής δεν εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο για όλους τους ασθενείς. Περίπου το 30% εκτιμάται ότι μπορεί να έχει πλήρη ίαση, το 40% έχει ήπια συμπτώματα, το 20% μέτριας βαρύτητας συμπτώματα και δυστυχώς ένα 10% δεν παρουσιάζει βελτίωση και η κατάστασή του επιδεινώνεται, το οποίο συχνά είναι αναμενόμενο για ποικίλους λόγους.
Τα νεαρά άτομα καθώς και τα προχωρημένης ηλικίας αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία στο να χειριστούν τραυματικά γεγονότα απ’ ότι τα άτομα μέσης ηλικίας. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά δεν έχουν την ωριμότητα να αναπτύξουν σωστούς μηχανισμούς αντιμετώπισης ενός συναισθηματικού ή σωματικού τραύματος. Τα δε άτομα της προχωρημένης ηλικίας δε διαθέτουν την ευελιξία για να χειριστούν τις συνέπειες ενός τραύματος.
Αυτοί όμως οι ασθενείς που έχουν επιτύχει την πλήρη ίαση αντιλαμβάνονται τα θεραπευτικά τους κέρδη, τα οποία είναι τα ακόλουθα. Νιώθουν πιο δυνατοί επειδή έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι τα προβλήματά τους και να τα διευθετούν. Είναι πεπεισμένοι ότι με τη δική τους συνεισφορά βελτιώνουν την υγεία τους και έχουν έντονες προσδοκίες ότι θα ξεπεράσουν τα προβλήματά τους μελλοντικά.
Θεραπεία
Ο θεραπευτής προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πάσχοντα από κάποια τραυματική εμπειρία πρέπει πρωταρχικά να τον στηρίξει, να του προσφέρει ενθάρρυνση για να μπορέσει να εκφραστεί και κατόπιν τούτου να τον βοηθήσει να αναπτύξει σταδιακά μηχανισμούς για να το αντιμετωπίσει. Διάφοροι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η χαλάρωση και ενίοτε η χρήση υπνωτικών φαρμάκων και ηρεμιστικών.
Δεν πρέπει να αγνοούμε τη σπουδαιότητα του ρόλου της οικογένειας και τις υποστηρικτικές ομάδες στις οποίες μπορεί να γίνει μέλος.
Ψυχοθεραπεία
Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία αποδίδει επιτυχώς σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις γιατί η αναδόμηση του τραυματικού γεγονότος σε συνδυασμό με ιδεατή και συναισθηματική αναβίωση του και κάθαρση, μπορεί να είναι θεραπευτική.
Στις μορφές ψυχοθεραπείας για τη διαταραχή μετά από τραυματικό στρες συμπεριλαμβάνονται η θεραπεία συμπεριφοράς, η γνωσιακή θεραπεία και η ύπνωση.
Πολλοί θεραπευτές θεωρούν σαν κατάλληλη θεραπεία τη βραχεία ψυχοθεραπεία επειδή μειώνει αισθητά τον κίνδυνο εξάρτησης και χρονιότητας.
Η θεραπεία πολύ συχνά επηρεάζεται αρνητικά όταν ο ασθενής χαρακτηρίζεται από ένταση, καχυποψία, παράνοια, έλλειψη εμπιστοσύνης διότι αρνείται να συμμορφωθεί προς τις οδηγίες του θεραπευτή.
Οι δυο βασικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι αφενός η έκθεση στο τραυματικό γεγονός με διάφορες τεχνικές π.χ. με τη φαντασία ή να διδαχθεί ο ασθενής τρόπους χειρισμού του στρες. Είναι όμως ευρέως αποδεκτό ότι η ομαδική και η οικογενειακή θεραπεία συμβάλλουν σημαντικά διότι το μοίρασμα των εμπειριών και η υποστήριξη είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση τέτοιων διαταραχών. Η πλέον ακραία προσέγγιση είναι η νοσηλεία, αλλά αυτή γίνεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει κίνδυνος αυτοκτονίας ή βίαιης συμπεριφοράς προς τους άλλους.