
Οι εδικές φοβίες αναφέρονται στον επίμονο και παράλογο φόβο ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή κατάστασης. Συνεπώς ο άνθρωπος που πάσχει από τέτοιου είδους φοβίες αποφεύγει τις συγκεκριμένες καταστάσεις ή αντικείμενα γνωρίζοντας απόλυτα το πρόβλημά του.
Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι μπορούν να κρύψουν τη συγκεκριμένη φοβία και να προσαρμόσουν τη ζωή τους σ’ αυτήν. Ορισμένες απ’ αυτές έχουν καλλιεργηθεί και ενισχυθεί από το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα προκαταλήψεις ή τραυματικές εμπειρίες σε παιδική ή νεαρή ηλικία. Δύσκολα αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια, εκτός αν προκύψει εντονότερη επαφή με το ερέθισμα που προκαλεί το φόβο.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι θεραπευτές έχουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν πολυετή προβλήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα και παράλληλα να δοκιμάσουν διάφορα μοντέλα απόκτησης και απόσβεσης συναισθηματικών απαντήσεων.
Ο Rachman υποστήριξε ότι κάποιες φοβίες, όπως η φοβία για τους ξένους ή για το σκοτάδι είναι βιολογικά προκαθορισμένες και το περιβάλλον αναλαμβάνει το ρόλο να μας μάθει να μη φοβόμαστε.
Οι σύγχρονες θεωρίες υποστηρίζουν ότι υπάρχει γενετική συνεισφορά στην ανάπτυξη φοβιών και εκφράζεται με διάφορα συμπτώματα, όπως μόνιμα υψηλό άγχος.
Το ερέθισμα που προκαλεί φόβο δεν έχει την ίδια ανταπόκριση στα άτομα που το δέχονται γιατί παίζει καθοριστικό ρόλο ψυχοσύνθεση του εκάστοτε ατόμου· π.χ. τα άτομα που είναι ντροπαλά και συνεσταλμένα να είναι πιο εύκολοι δέκτες σε τέτοια ερεθίσματα και πιο επιρρεπείς στο να αναπτύξουν μια ειδική φοβία.
Πολλοί είναι αυτοί, οι οποίοι έχουν αναπτύξει ειδικές φοβίες χωρίς προσωπική εμπειρία αλλά «δια πληρεξουσίου» δηλαδή συνέβη σε κάποιον άλλον και οι ίδιοι ήταν απλά μάρτυρες ή απλά βλέποντας κάποια ταινία.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι οι διαφορετικές εμπειρίες ζωής επηρεάζουν την ένταση και το αποτέλεσμα των διαδικασιών εξάρτησης είτε αυξάνοντας είτε μειώνοντας την ευαλωτότητα στην εγκατάσταση των φοβιών (εμπειρίες από την προηγούμενη ζωή ή από διάφορα φοβογόνα γεγονότα).
Αξίζει να αναφερθεί το φαινόμενο της «ιχνιιακής αναστολής» σύμφωνα με το οποίο μία επαναλαμβανόμενη ισορροπημένη σχέση με ένα ερέθισμα μπορεί να υπερτερήσει μίας και μόνο αρνητικής επαφής μ’ αυτό. Παραδείγματος χάρη τα παιδιά που για μεγάλο χρονικό διάστημα συχνάζουν στον οδοντίατρο χωρίς τραυματικές εμπειρίες, είναι λιγότερο πιθανόν να αναπτύξουν φοβίες αν βιώσουν μία τραυματική εμπειρία στην πορεία.
Οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι θεωρούν την αίσθηση ελέγχου σημαντική παράμετρο η οποία επηρεάζει έντονα τις αντιδράσεις ενός ατόμου σε τρομακτικές καταστάσεις.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν σ’ ένα περιβάλλον και νιώθουν ότι ασκούν έλεγχο αισθάνονται πιο δυνατά να χειριστούν απρόβλεπτα και τρομακτικά γεγονότα δηλαδή λιγότερο ευάλωτα.
Οι διαφορετικές εμπειρίες που οι άνθρωποι βιώνουν μετά την εγκατάσταση της εξάρτησης επηρεάζουν την ένταση και την αντοχή του φόβου στο χρόνο. Ανεξάρτητα από την αίσθηση ελέγχου που διαθέτει ένας άνθρωπος πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι αυτό που μετράει είναι η μετά το τραύμα κατάσταση.
Σύμφωνα με τη «Θεωρία της ετοιμότητας» μαθαίνουμε πιο εύκολα να φοβόμαστε συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένα αντικείμενα γιατί υπήρξαν γενικότερα επικίνδυνα για τον άνθρωπο και την εξέλιξή του. Οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ερεθίσματα που συσχετίζονται με φόβους επιβίωσης μπορούν να αναπτυχθούν υποουδικά χωρίς να είναι δηλαδή συνειδητά ενήμερο το άτομο.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ
Οι ειδικές φοβίες χαρακτηρίζονται από:
1. Μόνιμο υπερβολικό ή παράλογο φόβο ενός συγκεκριμένου ερεθίσματος (αντικειμένου ή καταστάσεως), π.χ. φόβος για τα ύψη, τα αεροπορικά ταξίδια, τα σκυλιά. Ο φόβος είναι δυσανάλογης έντασης ως προς το ερέθισμα που τον προκαλεί.
2. Κάθε έκθεση στο συγκεκριμένο φοβικό ερέθισμα προκαλεί άμεσα άγχος, που ενδέχεται να οδηγήσει σε μία συνδεδεμένη με ή προδιατεθειμένη από το φοβογόνο ερέθισμα κρίση πανικού.
3. Το φοβογόνο αντικείμενο ή κατάσταση αποφεύγεται ή υπομένεται με ψηλό βαθμό άγχους.
4. Ο φόβος και η συμπεριφορά αποφυγής παρεμβαίνουν και εμποδίζουν τη συνηθισμένη δραστηριότητα του πάσχοντα (κοινωνική, διαπροσωπική κτλ) και του προκαλούν έκδηλη ενόχληση, δυσφορία, στεναχώρια.
Επίσης ανάλογα με το ερέθισμα του φόβου ή της αποφυγής διακρίνονται πέντε κατηγορίες ειδικών φοβιών. Η σειρά εμφάνισης τους σε κλινικό πληθυσμό από τη συχνότερη στη σπανιότερη έχει ως εξής:
1. Φοβίες καταστάσεων: Ο φόβος προκαλείται από μία ή περισσότερες συγκεκριμένες καταστάσεις όπως τούνελ, γέφυρες, ασανσέρ, πτήσεις, οδήγηση ή κλειστά μέρη.
2. Φοβίες φυσικού περιβάλλοντος: Η διάγνωση δίνεται εφόσον ο φόβος προκαλείται από περιβαλλοντικές καταστάσεις ή φυσικά φαινόμενα όπως καταιγίδες, σεισμούς, ύψη ή νερό.
3. Φοβία αίματος – ένεσης – τραυματισμού: Ο φόβος προκαλείται από τη θέα του αίματος, της σύριγγας, του τραυματισμού ή όταν το άτομο υποβάλλεται σε κάποια ιατρική διαδικασία (π.χ. αιμοληψία).
4. Φοβίες ζώων: Η διάγνωση δίνεται αν ο φόβος προκαλείται από ζώα ή έντομα. Τα χαρακτηριστικά που προκαλούν την εμφάνιση των συμπτωμάτων άγχους είναι συχνότερα η κίνηση του ζώου, τα εξωτερικά του γνωρίσματα, οι ήχοι και η αίσθηση που έχουν όταν ακουμπάνε το ζώο που φοβούνται.
5. Άλλος τύπος: Ανήκουν όλες οι φοβίες που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε κάποια από τις υπόλοιπες κατηγορίες όπως φοβίες πνιγμού, εμετού, νόσου, δυνατών κρότων και θορύβων, «space phobia» όπου ο πάσχων φοβάται να απομακρυνθεί από τους τοίχους, μήπως πέσει.
Μια ειδική φοβία είναι η νοσοφοβία όπου το άτομο χαρακτηρίζεται από εμμονή με τις αρρώστιες και αποφεύγει οποιοδήποτε ερέθισμα τις θυμίζει. Αυτή η φοβία μπορεί να αναπτυχθεί στην περίπτωση κατάθλιψης αλλά πάντα υπάρχουν διακυμάνσεις.
Οι ασθενείς που πάσχουν από ειδικές φοβίες, ενδεχομένως να παρουσιάσουν επίσης πανικό με αγοραφοβία ή και κάποια άλλη μορφή φοβίας.
Παρατηρείται ότι όταν το ερέθισμα του φόβου απουσιάζει, λείπει και το άγχος. Κάποιες φορές όμως μπορεί μια τέτοια φοβία να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη και να απειλήσει τη σωματική ακεραιότητα του ασθενούς. Όλες αυτές οι ειδικές φοβίες όμως έχουν ποικίλες συνέπειες για κάθε άνθρωπο. Κάποιες απ’ αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξέλιξη του ατόμου και μπορεί να επηρεάσουν δραστικά τις δραστηριότητές του και να τον αναστείλουν.
Παραδείγματος χάρη, κάποιος που φοβάται τις ιατρικές επεμβάσεις αρνείται να υποβληθεί σε κάποιαν απ’ αυτές και έτσι κινδυνεύει η ζωή του.
Ανεξάρτητα όμως απ’ τα συμπτώματα πρέπει να αναφέρουμε τη σπουδαιότητα της αυτοεκτίμησης και τη γνώση της αδυναμίας από πλευράς του ατόμου.
Η θεραπεία που προτείνεται για τις ειδικές φοβίες είναι η θεραπεία συμπεριφοράς και η τεχνική της έκθεσης στην πραγματικότητα, η οποία αποδεδειγμένα προκαλεί ύφεση της φοβίας πολύ σύντομα.
Η έκθεση με το θεραπευτή θεωρείται αποτελεσματική ακόμα και αν είναι υπερβολική και επίσης μειώνει το χρόνο, τον κόπο και το κόστος.