
Η ασθένεια της αμφιβολίας
Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή θεωρείται σύνδρομο στην Ψυχιατρική το οποίο δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στον τρόπο λειτουργίας των ατόμων και κατά συνέπεια επηρεάζει σε τραγικό βαθμό τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Οι πάσχοντες από τέτοια διαταραχή βιώνουν χαώδεις καταστάσεις και συχνά βρίσκονται σε πλήρη εξαθλίωση καθώς αδυνατούν να οριοθετήσουν την καθημερινότητά τους.
Ενίοτε υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ ιδεοληπτικών και ψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων όμως είναι δύο ξεχωριστά φαινόμενα τόσο από θεωρητική όσο και από κλινική άποψη. Και οι δύο τάσεις όμως συχνά μπορεί να συνυπάρχουν ή εναλλάσσονται σ’ ένα άτομο. Οι ιδεοληψίες είναι επίμονες και ανεπιθύμητες σκέψεις ενώ αντίθετα οι ψυχαναγασμοί είναι επίμονες και ανεπιθύμητες πράξεις.
Αξίζει να αναφερθεί ότι πρόσφατα έχουν γίνει έρευνες στατιστικά σημαντικές με τη χρήση σταθμισμένων εργαλείων και παρατηρείται στη σύγχρονη κοινωνία σημαντική πρόοδος όσον αφορά στην ύπαρξη σαφών διαγνωστικών κριτηρίων.
Έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι πολύ πιο αισθητή στην κοινωνία γενικότερα απ’ ότι θεωρείται στο παρελθόν. Αυτονομείται πλήρως από τις διαταραχές άγχους και είναι μία τελείως ξεχωριστή κατηγορία. Είναι όμως η Τρίτη συχνότερη διαταραχή μετά την αγοραφοβία και την κοινωνική φοβία. Είναι αποδεδειγμένο ότι ο αριθμός των γυναικών που πάσχουν υπερτερεί των ανδρών.
Κλινική εικόνα
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα των ασθενών που πάσχουν από Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι οι ιδεοληψίες και οι καταναγκασμοί (που συχνά αναφέρονται και ως τελετουργίες).
Αρχικά οι ιδεοληψίες είναι επίμονες σκέψεις και παρορμήσεις, οι οποίες διαρκώς επαναλαμβάνονται. Οι σκέψεις ενίοτε παίρνουν τη μορφή εικόνων, οι οποίες εισβάλλουν απρόσμενα στην καθημερινότητα των ασθενών και τους προκαλούν δυσφορία όπως και τρόμο. Οι συγκεκριμένες εικόνες ή σκέψεις δε μεταφράζονται ως ένδειξη απλής ανησυχίας. Το άτομο που ταλαιπωρείται από τέτοιες σκέψεις αντιστέκεται στο άγχος μέσω των καταναγκασμών διότι συνήθως γνωρίζει ότι οι εν λόγω εικόνες ή παρορμή-σεις είναι αποκυήματα της φαντασίας του και προσπαθεί να τις εξουδετερώσει.
Οι αναφερόμενοι καταναγκασμοί ορίζονται ως επαναλαμβανόμενες συ-μπεριφορές ή πράξεις στις οποίες το άτομο οδηγείται λόγω ιδεοληψιών. Αυτές οι συμπεριφορές ή τελετουργίες έχουν σαν στόχο να μειωθεί η αίσθηση της δυσφορίας που νιώθουν ή να προλάβουν ενδεχόμενες αρνητικές καταστάσεις χωρίς να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ο ασθενής έχει ενίοτε γνώση του παραλογισμού αυτών των ιδεοληψιών και καταναγκασμών, δηλαδή εναισθησία, γεγονός όμως που δε συμβαίνει πάντα, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση δεν αντιστέκεται σ’ αυτούς. Ο βαθμός εναισθησίας επηρεάζει την πρόγνωση και την αντιμετώπιση της διαταραχής και κυμαίνεται από την απλή επίγνωση ως την πλήρη γνώση του «παραλόγου».
Προτείνονται πέντε διαστάσεις σύμφωνα με τις οποίες κατατάσσονται οι ιδεοληπτικές διαταραχές:
α) μόλυνση και καθαρισμός
Η πρώτη κατηγορία χαρακτηρίζεται από εμμονή με τη μόλυνση και τον καθαρισμό. Υπάρχουν τελετουργίες σχετικά με το υπερβολικό πλύσιμο των χεριών ή υπερβολική ενασχόληση με τον καθαρισμό του σπιτιού και προσωπικών αντικειμένων (όπως ρούχα, τσάντες, κλειδιά κ.ά).
Επίσης χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες κινήσεις, οι οποίες στο-χεύουν στην αποφυγή των μικροβίων, όπως το να ανοίγουν για παράδειγμα την πόρτα με τον αγκώνα ή να χρησιμοποιούν χαρτομάντηλα για να πιάσουν συγκεκριμένα αντικείμενα, όπως χρήματα ή και το πόμολο της πόρτας.
Οι φόβοι μόλυνσης μπορεί να περιλαμβάνουν φόβους ως προς συγκεκριμένες σωματικές εκκρίσεις, μικρόβια, ασθένειες ή διάφορα χημικά όπως χλωρίνη κ.ά.
β) επιθετικότητα και επανέλεγχος
Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από ιδεοληπτικές αμφιβολίες παθολογικής αναζήτησης ασφάλειας και επιθετικότητας (προς εαυτό / άλλους). Χαρακτηριστικές τελετουργίες είναι οι επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι των ηλεκτρικών συσκευών, παραθύρων, πορτών ή ο επαναλαμβανόμενος έλεγχος μιας εργασίας πριν παραδοθεί. Ο ασθενής που επαναλαμβάνει ψάχνει την επιβεβαίωση, δηλαδή αυτό αποτελεί μία παθολογική αναζήτηση επιβεβαίωσης και εξασφάλισης. Σε έντονες περιπτώσεις παρατηρείται η ιδεοληψία ότι θα επιτεθούν και θα βλάψουν τους άλλους, ιδιαίτερα οικεία και αγαπημένα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα το παιδί τους.
γ) σεξουαλικές και θρησκευτικές ιδεοληψίες.
Τέτοιου τύπου παραδείγματα συναντάμε συχνά σε άνδρες οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έντονη ανησυχία σχετικά με τον ανδρισμό τους, π.χ. αναρωτιούνται μήπως είναι ομοφυλόφιλοι. Αυτή η ανησυχία τους οδηγεί σε προστατευτικές συμπεριφορές, όπως π.χ. να καλύπτουν μέρη του σώματός τους που ενδεχομένως να τα θεωρούν ύποπτα, να φορούν φαρδιά ρούχα για να μην τραβούν την προσοχή των άλλων και δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Επίσης παρατηρείται συχνά σε ορισμένα άτομα να φαντασιώνονται εικόνες απαγορευμένες έως και διεστραμμένες (π.χ. αιμομιξία ή επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά). Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις ιδεοληψίες χρησιμοποιούν διάφορα τεχνάσματα (π.χ. προσευχές ή επανάληψη φράσεων νοητική καταναγκασμοί) προκειμένου να απαλλαχθούν από το άγχος που έχει προκύψει ή προσπαθούν να αποφύγουν τα άτομα που πρωταγωνιστούν στη σκέψη τους.
Παράλληλα συναντάμε ιδεοληψίες θρησκευτικού ή ηθικού περιεχομένου, οι οποίες περιλαμβάνουν σκέψεις, εικόνες η παρορμητική διάθεση να προσβάλλουν τα θεία. Και αυτή η κατηγορία ιδεοληψιών τείνει να εξουδετερώνεται με νοητικές τελετουργίες όπως επαναλαμβανόμενες προσευχές κ.α.
δ) συμμετρία και τακτοποίηση
Η τέταρτη κατηγορία είναι μία ιδεοληψία με την τακτοποίηση και τη συμμετρία των αντικειμένων δηλαδή το να είναι καλώς τακτοποιημένα και με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα αντικείμενα γύρω μας. Έχει να κάνει με μία ανάγκη προσωπική του ασθενούς να τακτοποιεί σε συγκεκριμένη θέση κάποια πράγματα γιατί έτσι το θεωρεί «σωστό».
ε) αποθησαυρισμός (παρασυσσώρευση)
Η πέμπτη κατηγορία αναφέρεται στον αποθησαυρισμό (παρασυσσώρευση). Οι ασθενείς που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία χαρακτηρίζονται από συσσώρευση ή συγκέντρωση διαφόρων αντικειμένων, κυρίως ασήμαντων και άχρηστων (όπως χαρτάκια, συρματάκια, παλιά ρούχα ή αντικείμενα, παπούτσια) τα οποία αδυνατούν να πετάξουν. Ο λόγος που τους ωθεί σ’ αυτή την τελετουργία συσσώρευσης είναι η ιδεοληπτική αμφιβολία τους ότι ίσως στο μέλλον τα χρειαστούν και ότι κάτι που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο ίσως τότε να είχε πεταχθεί. Αυτοί οι ασθενείς έχουν χαμηλή εναισθησία και θεωρείται ότι αυτή είναι η κατηγορία με την πλέον δυσμενή πρόγνωση για θεραπεία.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν οι εξής κατηγορίες:
ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ
1. Ιδεοληπτικοί φόβοι σχετικά με τη μόλυνση ή την ακαθαρσία
2. Ιδεοληπτικές αμφιβολίες παθολογικής αναζήτησης ασφάλειας και επιθετικότητας (προς εαυτό / άλλους)
3. Ιδεοληπτικές εικόνες
4. Ιδεοληψίες σχετικά με το σεξ
5. Ιδεοληψίες σχετικά με τη θρησκεία
6. Μαγική σκέψη
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ
1. Καθαρισμού
2. Επανελέγχου και επανάληψης
3. Τακτοποίησης και συμμετρίας
4. αποθησαύρισης (παρασυσσώρευσης)
5. νοητικές
6. ψυχαναγκαστικής επιβράδυνσης
7. αποφυγής
Υπάρχουν διάφορα είδη τελετουργίας που υιοθετούν οι πάσχοντες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την υπάρχουσα ιδεοληψία τους. Η πρωταρχική μορφή είναι κάποιες συγκεκριμένες «νοητικές τελετουργίες», όπως προσευχές, τραγούδια, μέτρημα.
Άλλη περίπτωση είναι η «ψυχαναγκαστική επιβράδυνση» δηλαδή πολλοί άνθρωποι και κυρίως άνδρες προβαίνουν σε κατάτμηση μιας πράξης ή κίνησης σε πολλά επιμέρους τμήματα ούτως ώστε να εκτελούν τη συνολική πράξη εξαιρετικά αργά, δηλαδή να ντύνονται για πολλές ώρες ή να πλένονται πολλές ώρες ή ακόμα και να μη μπορούν να ολοκληρώσουν την πράξη. Ο ασθενής μπορεί να καταφέρει να επιταχύνει με τη σωστή παρότρυνση αλλά όταν αυτή σταματήσει επανέρχεται.
Ένα ξεχωριστό είδος τελετουργίας είναι η «αναζήτηση διαβεβαιώσεων». Σύμφωνα μ’ αυτήν ο ασθενής βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση επιβεβαίωσης από τους οικείους του ή από τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντος ότι έπραξε σωστά ή ότι δε θα συμβεί κάτι κακό. Η αναζήτηση αυτή γίνεται και από τον ίδιο τον εαυτό. Οι πάσχοντες όμως υποφέρουν από μία ατελείωτη σειρά αμφιβολιών.
Ο ΙΔΕΟΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ιδεοληπτικών και ψυχαναγκαστικών ατόμων είναι η εμμονή τους σε ζητήματα ελέγχου και ηθικής.
Συγκεκριμένα τείνουν να ορίζουν την έννοια ηθική με βάση τον έλεγχο. Συνεπώς συγκρατούν τμήματα του εαυτού τους που έχουν να κάνουν με την επιθετικότητα ή τη σεξουαλική επιθυμία ή οποιαδήποτε συναισθηματική επιθυμία ή αγάπη και τα θέτουν υπό αυστηρό έλεγχο. Συνηθίζεται αυτά τα άτομα να είναι βαριά θρησκευόμενα, αξιόπιστα, εργασιομανείς και τα οποία τολμούν να ασκούν αυτοκριτική παράλληλα όμως είναι άκαμπτα και ανελαστικά γεγονός που τα καθιστά «δύσκολους ασθενείς».
Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι ότι ο Wilnelm Reich (1933) απεικόνισε τα άτομα αυτά σαν «ζωντανές μηχανές».
Η κύρια συναισθηματική σύγκρουση στα ιδεοληπτικά και ψυχαναγκαστικά άτομα είναι η οργή (επειδή υπόκεινται σε έλεγχο) ενάντια στο φόβο (ενδεχόμενης τιμωρίας). Οι θεραπευτές εντυπωσιάζονται όταν δουλεύουν μ’ αυτά τα άτομα από το γεγονός ότι τα συναισθήματά τους είναι βουβά και καταπιεσμένα δηλαδή δεν τα εκφράζουν κατ’ ουδένα λόγο, παρά μόνο την οργή ή την ντροπή. Η ντροπή είναι συνήθως συνειδητή και προκύπτει επειδή έχουν υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό τους, της δηλώνουν στο θεραπευτή και στην πορεία αδυνατούν να τις εκπληρώσουν. Όταν όμως εκπληρώνονται οι απαιτήσεις των προτύπων που οι γονείς έχουν δώσει, τότε η αυτοεκτίμησή τους είναι υψηλή.
Τα ιδεοψυχαναγκαστικά άτομα διακρίνονται από ιδιαίτερη ανησυχία όταν πρέπει να κάνουν επιλογές και ειδικά όταν κάποια επιλογή τους έχει σοβαρές συνέπειες αποσυντονίζονται σε μεγάλο βαθμό. Κατ’ επέκταση αυτός ο αποσυντονισμός προκαλεί αρνητικό αποτέλεσμα διότι αδυνατούν να προχωρήσουν στην εν λόγω επιλογή. Η συγκεκριμένη απροθυμία χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως «μανία της αμφιβολίας». Προσπαθούν να έχουν όλες τις εναλλακτικές επιλογές ανοιχτές χωρίς να καταλήγουν σε μία δηλαδή, γιατί νομίζουν ότι έτσι ασκούν έλεγχο σε όλα τα πιθανά αποτελέσματα. Η επιλογή συνεπάγεται την ευθύνη ενός ατόμου για τις πράξεις του και η ευθύνη συνεπάγεται την ανοχή φυσιολογικών επιπέδων ενοχής και ντροπής. Δηλαδή δε θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη της τελικής επιλογής και έτσι δεν βρίσκεται ουσιαστική λύση στο ενδεχόμενο πρόβλημα που τους απασχολεί διότι αναζητώντας την «τέλεια απόφαση» δεν την παίρνουν ποτέ.
Ενώ το ιδεοληπτικό άτομο χαρακτηρίζεται από την άμυνα της αναβλητικότητας και την τελετουργία της επιβράδυνσης το ψυχαναγκαστικό κινείται με ταχύτατους ρυθμούς. Τα ψυχαναγκαστικά άτομα αντιμετωπίζουν επίσης το ίδιο πρόβλημα με την ενοχή ή την ντροπή αλλά τείνουν να περνούν στη δράση πριν σκεφτούν μία σειρά εναλλακτικών επιλογών.
Τόσο οι ιδεοληπτικοί όσο και οι ψυχαναγκαστικοί χαρακτηρίζονται τόσο από παράλογη ενοχή ή ντροπή ώστε να μην μπορούν να απορροφήσουν πλέον αυτά τα συναισθήματα. Η διαφορά στην αίσθηση αυτοεκτίμησης ανάμεσα στις δύο κατηγορίες είναι ότι οι μεν ιδεοληπτικοί την αυτοεκτίμηση τη διατηρούν μέσα από τη σκέψη ενώ οι ψυχαναγκαστικοί το κάνουν όταν αναλαμβάνουν δράση.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΙΔΕΟΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ
Οι ασθενείς με ψυχαναγκαστικές διαταραχές αποτελούν μία σημαντική κατηγορία ασθενών και χρειάζεται προσοχή στο χειρισμό τους. Η πλειο-ψηφία εκδηλώνει αιφνιδίως τα συμπτώματα συνήθως μετά από ένα στρεσσογόνο συμβάν.
Η πρόγνωση είναι σημαντική· όσον αφορά όμως στη θεραπεία οι μέθοδοι αντιμετώπισης των εν λόγω διαταραχών κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικοί.
Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι οι παράγοντες που καθορίζουν αυτές τις διαταραχές είναι βιολογικοί αλλά και όχι μόνο, τα συμπτώματα της διαταραχής έχουν αποδείξει την ανθεκτικότητά τους στην ψυχοδυναμική θεραπεία και ψυχανάλυση και γι’ αυτό πολλοί καταφεύγουν σε φαρμακολογικές καθώς επίσης και σε συμπεριφορικού τύπου θεραπείες.
Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι οι ψυχοδυναμικοί παράγοντες συμβάλλουν σημαντικά στην κατανόηση των αιτιών των εν λόγω διαταραχών καθώς και στην αντιμετώπιση της αντίστασής τους στη θεραπεία, καθώς όλοι «δεν συμμορφώνονται» ανάλογα στη θεραπεία που τους επιβάλλεται. Πολλοί αντιστέκονται ή στα φάρμακα ή στην αποπεράτωση ή στην ολοκλήρωση των εργασιών που τους αναθέτουν είτε για το σπίτι ή και για άλλες δραστηριότητες που κρίνει απαραίτητες ο θεραπευτής. Ο συγκεκριμένος τρόπος αντίδρασης δεν εξαρτάται μόνο από βιολογικούς παράγοντες αλλά ενδεχομένως οι αντιδράσεις αυτές να εμπεριέχουν και ένα ψυχολογικό υπόβαθρο για τον ασθενή που εκφράζει τον αρνητισμό του. Εδώ παρεμβαίνει η ψυχοδυναμική διερεύνηση της αντίστασης του ασθενούς, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της συμμόρφωσής του στη θεραπεία.
Ο συνδυασμός όλων των παραμέτρων είναι αποτελεσματικός για τη βελτίωση των συμπτωμάτων. Ο θεραπευτής κρίνει και ο ασθενής αποδέχεται ποιο είναι το καταλληλότερο σχήμα.
Αναμφίβολα η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία έχει τη σπουδαιότητά της για τους ασθενείς που αποδίδουν στον εργασιακό και κοινωνικό χώρο παρ’ όλη τη βαρύτητα των συμπτωμάτων τους. Συγκεκριμένα ένας ασθενής που ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία όταν βρίσκεται σε συχνή και ουσιαστική επαφή μ’ έναν θεραπευτή που του προσφέρει στήριξη και ενθάρρυνση διατηρείται σε σταθερότητα και αποφεύγει την εξέλιξη του προβλήματός του σε αναπηρία.
Σε έσχατες περιπτώσεις, όπου τα συμπτώματα γίνονται ανυπόφορα, ο ασθενής επιβάλλεται ακόμα και να νοσηλευτεί προκειμένου να απομακρύνει τα στρεσσογόνα ερεθίσματα του κόσμου που ζει. Οποιαδήποτε όμως ψυχοθεραπευτική προσέγγιση δε θα πρέπει να αγνοεί και τις ανάγκες του οικογενειακού περίγυρου, ο οποίος ενίοτε οδηγείται σε απελπισία όταν αδυνατεί να βοηθήσει το δικό τους άνθρωπο που πάσχει. Ο θεραπευτής λοιπόν για ένα καλύτερο αποτέλεσμα θα πρέπει να ασχοληθεί, να συμβουλεύσει και να στηρίξει και τον περίγυρο του ασθενούς. Οφείλουμε λοιπόν να αναφέρουμε ότι και η ομαδική και η οικογενειακή θεραπεία είναι χρήσιμες.
Επικρατεί η άποψη ότι οι πάσχοντες από Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή χαρακτηρίζονται από «αδύναμα όρια του Εγώ» και καλείται ο ψυχανα-λυτικός ψυχοθεραπευτής με διάφορες μεθόδους ενισχυτικές να ενδυναμώσει αυτά τα όρια ούτως ώστε να κατανοήσει ο ασθενής τον εαυτό του και να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί βελτίωση ακόμα και αργή.
Συγκεκριμένα, ο θεραπευτής είναι «ο κυρίαρχος του παιγνιδιού» και θα πρέπει με υπομονή και μεθοδικότητα να προσεγγίσει τους ιδεοληπτικούς ασθενείς γιατί η ανυπομονησία ή η επιθυμία τους να τους ταρακουνήσουν γρήγορα μπορεί να αναχαιτίσει την πορεία τους. Είναι γεγονός βέβαια ότι ένας θεραπευτής δυσκολεύεται πραγματικά και αντιδρά όταν αντιμετωπίζει περιπτώσεις υπέρμετρης συνειδητής υποταγής και έντονης ασυνείδητης ανυπακοής.
Οι θεραπευτές που δε θεωρούν το συναίσθημα ως ένδειξη αδυναμίας ή έλλειψη πειθαρχίας ξαφνιάζονται από την ντροπή που αισθάνεται γι’ αυτά ένα ιδεοληπτικό άτομο και για την αντίστασή του να τα παραδεχτεί.
Επίσης η συγκαλυμμένη κριτική την οποία ένα ιδεοψυχαναγκαστικό άτομο εκπέμπει μπορεί να αποθαρρύνει τη θεραπεία και να αναστείλει την ομαλή εξέλιξή της.
Οι ιδεοψυχαναγκαστικοί ασθενείς συνήθως συνοδεύονται από μία ασυνείδητη υποτίμηση και προσπαθούν με ανώριμους τρόπους να φαίνονται «καλά» γι’ αυτό χρησιμοποιούν την υποταγή και τη συνεργασία, οι οποίες αντικειμενικά κάποιες φορές είναι και συγκινητικές γενικότερα όμως πρέπει να αναφερθεί ότι οι ιδεοληπτικοί ασθενείς εκτιμούν σε βάθος τον υπομονετικό θεραπευτή ο οποίος δεν έχει επικριτική και καταδικαστική συμπεριφορά προς αυτούς.
Σαν πρώτος κανόνας προσέγγισης του ασθενούς από το θεραπευτή είναι η ευγένεια. Οι ασθενείς επειδή έχουν βιώσει ένταση και απόρριψη από τους γύρω τους νιώθουν ευγνωμοσύνη. Στην πορεία πρέπει να γίνει η αναγνώριση και ερμηνεία των λόγων που καθιστούν ευάλωτο ένα άτομο και αυτό είναι σημαντικό τμήμα της θεραπείας. Οι συγκρούσεις μεταξύ θεραπευτή και ασθενούς είναι αναμενόμενες. Ο θεραπευτής δεν παίρνει τη θέση του γονέα που ελέγχει αλλά προσφέρει θαλπωρή στον ασθενή.
Χρειάζεται προσοχή όμως γιατί η απουσία ελεγκτικότητας κινδυνεύει να εκληφθεί ως συναισθηματική αποστασιοποίηση.
Όσον αφορά τη θέση και τη συμπεριφορά του θεραπευτή, αυτός πρέπει είτε να αντέξει το άγχος που νιώθει σχετικά με τους ψυχαναγκασμούς του ασθενούς μέχρι αυτοί να μειωθούν είτε ευθύς εξ αρχής να θέσει ως όρο τον τερματισμό της ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς.
Στην περίπτωση που μία θεραπεύτρια δέχεται άτομα αυτοκαταστροφικά θα πρέπει να ακολουθήσει το δεύτερο τρόπο δηλαδή να θέσει όρους διότι αν δεν το κάνει συνεισφέρει άθελά της στις φαντασιώσεις τους ότι η θεραπεία θα λειτουργήσει μαγικά χωρίς από μέρους τους να γίνει προσπάθεια για αυτοέλεγχο όπως π.χ. όταν ένας ασθενής έχει κάνει κατάχρηση ουσιών, σε σημείο που οι νοητικές του λειτουργίες έχουν αλλοιωθεί.
Αυτό αποτελεί μάταιη προσπάθεια. Κάποιες κατηγορίες ψυχαναγκασμών είναι δύσκολο να ανταποκριθούν στη θεραπεία μέχρι το άτομο να έρθει αντιμέτωπο με τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών του (όπως οι κλεπτομανείς, οι παιδεραστές και άλλοι εξαρτημένοι).
Όταν ένα άτομο έχει καταφέρει να σταματήσει την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, η συνέχιση της θεραπείας τον βοηθά να κυριαρχήσει στα θέματα που ευθύνονταν για το ψυχαναγκασμό του και σταδιακά βρίσκει μία βαθιά εσωτερική ηρεμία αντί για ένα προσωρινό αυτοέλεγχο.
Μια καλή θεραπεία χαρακτηρίζεται από ένα εξίσου σημαντικό γνώρισμα το οποίο είναι η αποφυγή της διανοητικοποίησης δηλαδή θα πρέπει πρώτα να ενθαρρύνουμε τον ασθενή να απελευθερωθεί συναισθηματικά και μετά να δοθούν ερμηνείες που αφορούν το γνωστικό επίπεδο της κατανόησης. Για να μπορέσει λοιπόν ο θεραπευτής να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή χωρίς αντιπαλότητες που πιθανόν να δημιουργήσει η κλασική ερώτηση «ναι αλλά πώς αισθάνεσθε;» θα πρέπει χρησιμοποιώντας ως μέσο τη φαντασία, το συμβολισμό ή διάφορες μορφές τέχνης να κατευθύνει η φαντασία προς ένα συναισθηματικό επίπεδο.
Σε αναφορές, σχετικά με τον τρόπο που κάνουν χρήση κάποιων λέξεων τα ιδεοληπτικά άτομα έχει παρατηρηθεί ότι ένας πλούσιος «ποιητικός» λόγος, πλούσιος σε συμβολισμούς ή μεταφορές ελκύει περισσότερο έναν ασθενή καθώς αποφεύγουν να μιλήσουν άμεσα για τα δικά τους συναισθήματα (Hammer 1990).
Προτείνεται ότι ο συνδυασμός ατομικής και ομαδικής θεραπείας μπορεί να αποβεί κάποιες φορές θεραπείας ιδιαίτερα αποτελεσματικός.
Τρίτο χαρακτηριστικό μιας καλής θεραπείας είναι η διαδικασία που υιοθετεί ο θεραπευτής προκειμένου να βοηθήσει τα ιδεοληπτικά άτομα να εκφράσουν το θυμό και την κριτική τους ως προς τον εαυτό τους, ως προς τη θεραπεία ή ως προς τον ίδιο το θεραπευτή. Αυτό δε μπορεί να γίνει σε μικρό χρονικό διάστημα αλλά μεθοδεύει ένα δρόμο που θα οδηγήσει τον ασθενή στην τελική αποδοχή των συναισθημάτων του με σχολιασμούς που θα τον προετοιμάσουν. Με τους ιδεοληπτικούς ασθενείς εκτός από την αναγνώριση των συναισθημάτων τους πρέπει να ενθαρρύνονται ούτως ώστε να αγγίζουν και τα όρια της απόλαυσης. Ο ψυχαναλυτικός θεραπευτής πέρα απ’ το να μετατρέψει το ασυνείδητο σε συνειδητό στοχεύει στο να αλλάξει την πεποίθηση του ασθενούς ότι αυτό που νιώθει είναι ντροπιαστικό. Πίσω από το συναίσθημα της ντροπής που καθορίζει τους ασθενείς υπάρχουν αρνητικές παθογόνες πεποιθήσεις που σχετίζονται με την αμαρτία, οι οποίες ευθύ-νονται για τους ιδεοψυχαναγκαστικούς μηχανισμούς.
Μια άλλη παράμετρος που μπορεί να ελαφρύνει την ενοχή και την αυτοκριτική του ασθενούς είναι το χιούμορ που χρησιμοποιεί ο θεραπευτής. Άλλος τρόπος προσέγγισης είναι να προσεταιριστούμε την πρακτική φύση αυτών των ατόμων όταν παρατηρούμε ότι αποφεύγουν τα συναισθήματά τους. Για παράδειγμα ένας ασθενής που τυγχάνει να έχει επιστημονικά ενδιαφέροντα θα βοηθηθεί όταν μάθει ότι το κλάμα απαλλάσσει τον εγκέφαλο από χημικές ουσίες που επηρεάζουν τη διάθεσή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο πείθονται ότι το κλάμα δεν είναι μία παθητική αδυναμία και έτσι εκλογικεύουν τον τρόπο έκφρασής τους. Αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους πολύ νωρίτερα. Απαραίτητα βέβαια προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα ή για μία επιτυχή θεραπεία είναι να νιώσει ο ασθενής ότι δε θα εισπράξει κριτική για τις αντιδράσεις του.
Ενίοτε πέρα από την ψυχαναλυτική θεραπεία χρειάζεται να λάβουν περαιτέρω βοήθεια με φαρμακευτική αγωγή, όπως τους επιλεκτικούς ανα-στολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) παράλληλα με τεχνικές γνωστικο-συμπεριφορικής θεραπείας, όπως είναι η έκθεση.
Οι ψυχαναγκαστικοί άνθρωποι καθοδηγούνται από το θεραπευτή στο να εκτεθούν στα ερεθίσματα που τους πυροδοτούν το άγχος και την αγωνία τους. Η συγκεκριμένη διαδικασία έκθεσης είναι επαναλαμβανόμενη και η διάρκειά της ποικίλει και εφαρμόζεται σταδιακά. Αυτό εξαρτάται από το βαθμό του προβλήματος, καθώς μία ομάδα ασθενών βιώνει μέτριο άγχος ενώ άλλη ομάδα βιώνει εντονότερο. Αυτή η διαδικασία έκθεσης δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο μιας συνεδρίας αλλά πρέπει να επεκταθεί και στο σπίτι. Είναι ενθαρρυντικό για τον ασθενή να αντέξει το υψηλό άγχος που μία τέτοια διαδικασία παρέχει αν νιώθει ότι η θεραπεία είναι αποτελεσματική.
Προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα είναι προτιμότερο η έκθεση να είναι μεγαλύτερης διάρκειας παρά περιορισμένη και διακεκομμένη. Επίσης οι οδηγίες που ο θεραπευτής παρέχει θα πρέπει να είναι απόλυτα ακριβείς προκειμένου να επαναληφθούν ακόμα και όταν ο θεραπευόμενος είναι μόνος του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υφίσταται και ο λεγόμενος «παρεμποδισμός απάντησης» δηλαδή η εσκεμμένη αποχή από τελετουργίες ανεξάρτητα το πόσο δυνατή είναι η επιθυμία του ασθενή να συμμετέχει σ’ αυτές.
Ο συνδυασμός έκθεσης και παρεμποδισμού απάντησης είναι πιο αποδοτικός από καθεμιά τεχνική ξεχωριστά τόσο στην λήξη όσο και στο follow up και επιφέρουν βελτίωση περίπου 80% (Foaetal 1985, Marksetal 1981). Η έκθεση επηρεάζει πρωταρχικά το ιδεοληπτικό άγχος ενώ ο παρεμποδισμός απάντησης τις τελετουργίες.
Στον συνδυασμό ERP (Exposure § Response - Prevention) η έκθεση είναι πιο δραστικό θεραπευτικό συστατικό από τον παρεμποδισμό απάντησης και προτιμάται ή προεξάρχει στις ασκήσεις και η αυτοκαθοδηγούμενη ERP θεωρείται ανώτερη από την υποβοηθούμενη.
Ο κάθε ασθενής αποτελεί μια διαφορετική οντότητα καθώς και οι ανάγκες του. Οι τελευταίες είναι αυτές που οδηγούν στην επιλογή της καταλληλότερης παρέμβασης.
Η συγκεκριμένη μέθοδος (Exposure § Response - Prevention) είναι χρήσιμη όταν ο ασθενής αδυνατεί να κάνει μία άσκηση μόνος του χωρίς το θεραπευτή, οπότε επισκέπτεται ο ίδιος το χώρο του ασθενούς για να τον παρακολουθεί, να τον κατευθύνει προκειμένου να γίνει κάθε βήμα σωστά ώστε να μην υπάρχουν παραλείψεις και αποφυγές που εμποδίζουν τις διαδικασίες εξοικείωσης. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του θεραπευτή διευκολύνει την πρακτική δυσκολότερων και περισσότερων ασκήσεων (τις οποίες δε θα έκανε μόνος του ο ασθενής) γεγονός που σημαίνει μεγαλύτερη ωφελιμότητα και διάθεση συνεργασίας από την πλευρά του ασθενούς. Σταδιακά ο ασθενής αποκτά γνώση ποιες κινήσεις ανήκουν στο πλαίσιο του φυσιολογικού και ποιες στο πλαίσιο του παθολογικού.
Από την εκκίνηση της θεραπείας καλό είναι να φτιαχτεί μία λίστα με τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές και ο ασθενής πρέπει να εκπαιδευτεί στην αυτοπαρατήρηση. Παραδείγματος χάριν να συμπληρώσει ένα ημερολόγιο όπου θα καταγράφει τις διάφορες τελετουργίες καθώς και τη συχνότητα και την έντασή τους.
ΕΥΡΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
Οι ασθενείς με τους οποίους ασχολούμαι πάσχουν από ειδικές φοβίες όπως φοβίες καταστάσεων, φυσικού περιβάλλοντος, φοβίες αίματος –ένεσης- τραυματισμού, φοβίες ζώων.
Παράλληλα άλλοι πάσχουν από διαταραχές Πανικού καθώς και Αγοραφοβία. Είναι αισθητές επίσης οι κοινωνικές φοβίες οι οποίες ταλαιπωρούν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού.
Οι ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές είναι από τις πλέον συχνές περιπτώσεις ασθενών καθώς και οι ψυχαναγκασμοί που τους διέπουν.
Τα καταθλιπτικά συμπτώματα είναι ιδιαίτερα εμφανή και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Θέματα όπως το πένθος, ο χωρισμός, το διαζύγιο και φυσικά τα προβλήματα που εμφανίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν αντικείμενο μελέτης και τα άτομα που πάσχουν απ’ αυτά έχουν ανάγκη ουσιαστικής θεραπείας για την αποκατάσταση της ψυχικής τους ισορροπίας και τη βελτίωση του τρόπου ζωής τους.
Ένα καίριο θέμα που αποτελεί πηγή διαταραχών και έντονου προβληματισμού είναι οι σχέσεις με το άλλο φύλο όπου για την εξέλιξή τους εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, όπως προβλήματα αυτοεκτίμησης, εσωτερικές συγκρούσεις του κάθε ατόμου καθώς και διεκδικητική συμπεριφορά.
Απαιτείται μελέτη της κάθε παραμέτρου χωριστά προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μιας μεγάλης σπουδαιότητας πρόβλημα είναι τα εργασιακά προβλήματα που συχνά συνοδεύονται από άγχος επίδοσης και φυσικά πέρα από το φόβο αποτυχίας οφείλουμε να επισημάνουμε την ύπαρξη ενός άλλου φόβου, αυτού «της επιτυχίας», ο οποίος μπλοκάρει την εξέλιξη του ατόμου. Άλλο κεφάλαιο αποτελούν οι ψυχώσεις και κάθε μορφής ψυχωτικές διαταραχές καθώς και το μετατραυματικό στρες.
Μέσα από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για προσέγγιση των προβλημάτων είναι η συμβουλευτική ζεύγους καθώς και γονέων, όπου γίνεται προσπάθεια διευθέτησης των οικογενειακών συγκρούσεων. Ορισμένοι ασθενείς απευθύνονται στο θεραπευτή γιατί αντιμετωπίζουν διαταραχές προσωπικότητας καθώς και διαταραχές διάθεσης.