
ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η κατάθλιψη αποτελεί μία συνήθη διαταραχή της διάθεσης και λόγω αυτού αξίζει να την διερευνήσουμε βάση των συμπτωμάτων της.
Αρχικά το καταθλιπτικό άτομο δεν έχει ενδιαφέρον στο να αντλήσει ευχαρίστηση. Βρίσκονται σε μία μόνιμη θλίψη χωρίς διάθεση να γευτούν τις χαρές της ζωής. Ένα ποσοστό καταθλιπτικών ασθενών αναπτύσσουν στο μυαλό τους την ιδέα της αυτοκτονίας χωρίς απαραίτητα να την υλοποιήσουν.
Ένα άλλο σύμπτωμα που χαρακτηρίζει τους καταθλιπτικούς ασθενείς είναι η αδυναμία τους να κλάψουν, το οποίο με τη σταδιακή βελτίωση υποχωρεί. Κατ’ επέκταση οι εν λόγω ασθενείς χαρακτηρίζονται από μειωμένη ενεργητικότητα, γεγονός που τους εμποδίζει να ανταπεξέλθουν τις υποχρεώσεις τους τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Παράλληλα οι συγκεκριμένοι ασθενείς αντιμετωπίζουν προβλήματα ύπνου όπως και ανορεξία και απώλεια βάρους.
Το γενικότερο άγχος, που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των καταθλιπτικών είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα που δεν πρέπει να αγνοηθεί. Συχνά τα συγκεκριμένα συμπτώματα σωματοποιούνται και εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους (κεφαλαλγίες, καρδιακά συμπτώματα, μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας κ.ά).
Τα άτομα αυτά είναι πολύ ευαίσθητα, βιώνουν την απόγνωση όταν μένουν μόνα τους γιατί είναι εξαρτώμενα από τους άλλους. Γι’ αυτό το λόγο βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση μη τυχόν επαληθευτεί ο φόβος τους για απόρριψη από τους άλλους. Γι’ αυτό το λόγο ο θεραπευτής που ασχολείται με καταθλιπτικούς ασθενείς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στον τρόπο που θα τους αντιμετωπίσει, υιοθετώντας μια συμπεριφορά μη επικριτική και συναισθηματικά σταθερή.
Ένα άλλο σύμπτωμα των καταθλιπτικών ανθρώπων είναι το έντονο μίσος ως προς τον εαυτόν τους, σε βαθμό που πιστεύουν ότι η εξουδετέρωση του εαυτού τους είναι ο μόνος τρόπος σωτηρίας των γύρω τους. Εκφράσεις του τύπου: «Έχω ελαττώματα», «είμαι κακός», «είμαι ανεπαρκής» είναι πολύ συχνές στην κατάθλιψη ανακλητικού τύπου και ερμηνεύονται ως «είμαι πεινασμένος», «μόνος» και «χρειάζομαι μια σχέση». Αυτό βέβαια αποτελεί μια διαταραχή εξαρτητικής προσωπικότητας.
Τα καταθλιπτικά άτομα προκαλούν συμπάθεια και θαυμασμό από τους υπόλοιπους ανθρώπους διότι κατευθύνουν την εχθρότητα και την αρνητική κριτική προς τον εαυτό τους και ως προς τους τρίτους εκφράζουν μόνο θετικά συναισθήματα π.χ. γενναιοδωρία ή ευαισθησία σε υπέρμετρο βαθμό.
Σύμφωνα με την Nancy Mc Williams τα καταθλιπτικά άτομα χαρακτηρίζονται από αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αδίκημα που έχουν διαπράξει και νιώθουν ενοχές για κάθε εγωϊστική επιθυμία που είχαν. Το συναίσθημα που κυριαρχεί λοιπόν είναι η θλίψη.
Η κατάθλιψη είναι αμείλικτη και μας απονεκρώνει. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην ταυτιστεί η κατάθλιψη με τη διεργασία του πένθους, η οποία έχει φυσιολογική διάρκεια και λήξη, γεγονός που δεν ισχύει στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη συνεχίζεται μέχρι να γίνει η συνειδητοποίηση από μέρους του ασθενούς και να ζητήσει βοήθεια.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ
Η κληρονομικότητα θεωρείται από τους ειδικούς ως ένα αίτιο της κατάθλιψης, χωρίς όμως να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό μπορεί να μεταβιβαστεί.
Επίσης η πρώιμη απώλεια της μητέρας ή η απόρριψη της συμβάλλουν σ’ ένα βαθμό στην ανάπτυξη καταθλιπτικών τάσεων. Η πρώιμη όμως απώλεια του άλλου προσώπου μπορεί να εντείνει την εξιδανίκευσή του, που αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό που έχει όμως σαν αποτέλεσμα να αναδύονται μειονεκτικά συναισθήματα στο άτομο που πενθεί. Με την ίδια λογική ένα άτομο μπορεί να παραμείνει σε μία σχέση μέσα από την οποία υφίσταται κακοποίηση από το σύντροφο, θεωρώντας δικαιολογημένη την κακή συμπεριφορά του, καθότι έχει την αίσθηση ότι το ίδιο την προκαλεί.
Εκτός από την απώλεια ακόμη και η υπερπροστασία έχει την ίδια βαρύτητα με τη στέρηση ως προς την ανάπτυξη των καταθλιπτικών τάσεων.
Ανεξάρτητα από την απώλεια και οι συγκυρίες παίζουν καθοριστικό ρόλο σ’ ένα παιδί γιατί ενδεχομένως να το εμποδίσουν να κατανοήσει την απώλεια και να περάσει τη φυσιολογική διαδικασία πένθους. Μια έντονη τραυματική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει και το διαζύγιο των γονιών για ένα παιδί, όπου το ενδεχόμενο να οδηγηθεί σε κατάθλιψη μπορεί να αποφευχθεί αν συνεχίζει να εισπράττει το ενδιαφέρον των γονιών και κυρίως αυτού που δεν έχει την επιμέλεια.
Επισημαίνεται για άλλη μια φορά η επιρροή που ασκεί ο οικογενειακός περίγυρος στη φυσιολογική ή μη ανάπτυξη ενός παιδιού. Ορισμένες οικογένειες εκμεταλλεύονται το συναισθηματικό χάρισμα ενός παιδιού και το οδηγούν στο να νιώθει πληρότητα και να έχει αξία μόνο όταν εξυπηρετεί κάποιες οικογενειακές λειτουργίες ή προσφέρει μέσα στην οικογένεια.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και οι αγαπημένες αλλά και οι εχθρικές οικογένειες έχουν τις ίδιες πιθανότητες να δημιουργήσουν καταθλιπτικές συμπεριφορές σ’ ένα παιδί.
Προκειμένου να προφυλάξουμε ή να περιορίσουμε τα παιδιά στο να υιοθετήσουν καταθλιπτικές συμπεριφορές ή τάσεις οφείλουμε να ανιχνεύσουμε τα βαθιά αίτια και τις κοινωνικοοικονομικές ευθύνες. Στη σύγχρονη κοινωνία υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας, διότι οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής στερούν χρόνο από τους γονείς από το να ασχοληθούν με τα παιδιά τους. Επίσης η διαρκής μετακίνηση για εργασιακούς λόγους, το διαζύγιο, δημιουργούν οδυνηρά συναισθήματα που δυστυχώς γίνονται όλο και πιο εμφανή στους νέους και περισσότερο από ποτέ κυριαρχεί ο όρος «νεανική κατάθλιψη» που ενίοτε ωθεί και στην αυτοκτονία.
Συνοπτικά η αδιαφορία προς το παιδί που κρύβουμε μέσα μας δημιουργεί αδιέξοδο και η θεραπεία της κατάθλιψης βρίσκεται ή βασίζεται στη στροφή του ενδιαφέροντος προς το «χαμένο παιδί» και ειδικά στην μείωση των οδυνηρών ενοχικών συναισθημάτων.