Η κοινωνική φοβία είναι μία ψυχική διαταραχή που κάνει πολύ συχνά την εμφάνισή της στη σύγχρονη κοινωνία. Είναι άμεσα συνδεδεμένη με δυσφορία και έκπτωση κοινωνικής, μαθησιακής και επαγγελματικής επιλογής.
Μια σειρά μελετών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική φοβία είναι μία διαταραχή άγχους που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό φόβο και συνεπώς αποφυγή κοινωνικών ερεθισμάτων και καταστάσεων. Αποτελεί τη δεύτερη πιο κοινή μορφή φοβίας μετά την αγοραφοβία που έχει ήδη αναλυθεί.
Τα διαγωνιστικά κριτήρια για την εν λόγω φοβία περιλαμβάνουν φόβο έντονο και επίμονο, φόβο ότι θα λειτουργήσει το άτομο με λάθος τρόπο και θα γελοιοποιηθεί και επίγνωση ότι ο φόβος είναι υπερβολικός ή παράλογος.
Οι συγκεκριμένες αντιδράσεις αναστέλλουν το άτομο και αποτελούν τροχοπέδη στη γενικότερη προσαρμογή του.
Η εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας και η έντασή της εξαρτώνται κάποιες φορές από κάποιο γεγονός που προκάλεσε άγχος, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
Μπορούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση να διακρίνουμε δύο υποκατηγορίες: του κλειστού ή περιορισμένου τύπου κοινωνικής φοβίας, στην οποία ανήκουν άνθρωποι ικανοί να λειτουργούν αποτελεσματικά, να χαρακτηρίζονται από επιτυχή προσαρμογή στις περισσότερες καταστάσεις, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
Η έννοια της ντροπαλότητας δεν πρέπει να συγχέεται με την κοινωνική φοβία γιατί στην περίπτωση της φοβίας, το άγχος είναι πάρα πολύ έντονο. Πολλοί άνθρωποι με κοινωνική φοβία μπορεί να μην είναι καθόλου ντροπαλοί μπροστά σε οικείους και ιδιαίτερα διαχυτικοί και χαλαροί με κάποιους άλλους από τους οποίους όμως γνωρίζουν ότι δε θα δεχτούν αρνητική κριτική. Πάντα όμως υποθάλπεται ο φόβος να παρερμηνεύσουν κάποια γεγονότα ή ουδέτερα ερεθίσματα και να τα θεωρήσουν απειλητικά, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Έχουν πολύ έντονη την ανάγκη να έχουν την αποδοχή των άλλων και προσπαθούν διαρκώς να κάνουν καλή εντύπωση. Ο φόβος είναι τόσο έντονος ώστε ενδεχομένως να φοβούνται να φάνε ή να πιουν, να σκέφτονται μήπως γελοιοποιηθούν, να ιδρώνουν και αυτά αποτελούν σωματικές εκφράσεις άγχους.
Η ανάγκη τους να αποφύγουν κοινωνικές καταστάσεις είναι χαρακτηριστική και έτσι αποφεύγουν τα ακροατήρια, τις επαγγελματικές συναντήσεις, τις επαγγελματικές συνεντεύξεις και τις προφορικές εξετάσεις. Έχοντας υιοθετήσει αυτές τις φοβίες στην καθημερινότητά τους είναι αναμενόμενο οι επιδόσεις τους να περιορίζονται με αποτέλεσμα ν’ αντιμετωπίζουν προβλήματα και στο χώρο της δουλειάς τους και στον προσωπικό τους χώρο γιατί δε πιστεύουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν.
Θεραπείες
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που βοηθούν στην ανατροπή της εξαρτημένης μάθησης (δηλαδή συγκεκριμένη αντίδραση σε ερεθίσματα που προκαλούν άγχος, τα οποία τερματίζονται όταν πάψει το ερέθισμα) είναι πολύ σημαντικές και αποκαλούνται παρεμβάσεις βαθμιαίας έκθεσης, δηλαδή η έκθεση στο φοβογόνο ερέθισμα είναι η βάση της θεραπείας. Συνίσταται στην επαναλαμβανόμενη και παρατεταμένη προσέγγιση και αντιμετώπιση των αγχογόνων ερεθισμάτων μέχρι να εξοικειωθούν και να μειωθεί το άγχος τους και όχι να αποφύγουν το ερέθισμα αυτό καθ’ εαυτό.
Παράλληλα ο θεραπευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει την τεχνική της εκπαίδευσης σε κοινωνικές δεξιότητες δηλαδή να διδάξει τον ασθενή πως να φερθεί σε μία συνέντευξη ή πως να διεκδικήσει ή πως να βελτιώσει την επικοινωνία του, όχι απαραίτητα με το λόγο, αλλά με το σώμα, με το βλέμμα δηλαδή τον βοηθά να εξασκηθεί στην αντιμετώπιση κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Γνωσιακή θεραπεία
Η συγκεκριμένη θεραπεία δίνει βαρύτητα στη σημασία των αρνητικών σκέψεων στην ανάπτυξη και διάρκεια του άγχους. Μόνο με τον εντοπισμό των αρνητικών και εσφαλμένων αντιλήψεων και την αντικατάστασή τους από θετικές και λογικές σκέψεις μπορεί να βρεθεί λύση. Συνεπώς η βασική μέθοδος στη συγκεκριμένη θεραπεία είναι η «γνωσιακή αναδόμηση» δηλαδή ο ασθενής χρειάζεται να μάθει να αναγνωρίζει τις εσφαλμένες σκέψεις, δηλαδή καταστροφολογία, υποθέσεις για το πώς σκέφτονται οι άλλοι, υπερεκτιμήσεις των κινδύνων και στην πορεία ο αρνητικός τρόπος σκέψης να εξελιχθεί σε λογικό.
Η διαδικασία της γνωσιακής θεραπείας βασίζεται σε οδηγίες που δίνονται στον ασθενή, να καταγράψει αναλυτικά συναισθήματα και κυρίως να εντοπίσει τις αρνητικές σκέψεις που φοβάται πίσω απ’ αυτά τα συναισθήματα.